χωλός

χωλός
χωλός, ή, όν (Hom.+) lame, crippled (also of the hand: Eupolis Com. [V B.C.] 247; 343; Hippocr., Prorrh. 2, 1) ἀνὴρ χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ Ac 3:2; 14:8. Pl. almost always w. τυφλοί (Antig. Car. 112; SIG 1168, 36; Job 29:15; Jos., C. Ap. 2, 23) and in addition oft. w. those subject to other infirmities Mt 11:5 (also in imagery, cp. Pla., Laws 1, 634a of ἀνδρεία; Plut., Cim. 489 [16, 10] of Hellas; s. κωφός 2); 15:30, 31; 21:14; Lk 7:22 (also in imagery; s. κωφός 2); 14:13, 21; J 5:3.—παραλελυμένοι καὶ χωλοί Ac 8:7Deprived of one foot Mt 18:8; Mk 9:45.—τὸ χωλόν what is lame, the lame leg(s) in imagery Hb 12:13 (ἐκτρέπω 1).—SRoth, The Blind, the Lame, and the Poor, Character Types in Luke-Acts ’97.—B. 318. DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωλός — lame masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλός — ή, ό / χωλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός 2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια 3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χωλός ζωολ. γένος… …   Dictionary of Greek

  • χωλός — ή, ό αυτός που στερείται το ένα ή και τα δύο πόδια, ο κουτσός, ο κουτσοπόδαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωλά — χωλός lame neut nom/voc/acc pl χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc/acc dual χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλόν — χωλός lame masc acc sg χωλός lame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλαί — χωλός lame fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλούς — χωλός lame masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλέ — χωλός lame masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλή — χωλός lame fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλήν — χωλός lame fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλῶς — χωλός lame adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”